They often go shopping. - Όλες οι γλώσσες
Ils vont souvent faire du shopping.
En france, on utilise le mot shopping car nous n'avons pas d'équivalent.
Μετάβαση στη σελίδα
They often go shopping.
Μετάβαση στη σελίδα
Они чаÑто ходÑÑ‚ по магазинам.
Μετάβαση στη σελίδα
Ellos se van de compras a menudo
Μετάβαση στη σελίδα
他们ç»å¸¸åŽ»è´ç‰©ã€‚
Μετάβαση στη σελίδα
Sie gehen oft einkaufen.
Μετάβαση στη σελίδα
Oni często chodzą na zakupy.
Μετάβαση στη σελίδα
Ei merg des la cumpărături.
Μετάβαση στη σελίδα
Sık sık alışverişe giderler.
alışveriş=shopping, sık sık=often, git=go ,onlar=they we dont have to use subject every time, we can understadn from verb
Μετάβαση στη σελίδα
Spesso vanno a fare shopping
Μετάβαση στη σελίδα
He käyvät kaupassa usein.
Μετάβαση στη σελίδα
×”× ×”×•×œ×›×™× ×œ×¢×™×ª×™× ×§×¨×•×‘×•×ª ×œ×§× ×™×•×ª.
Μετάβαση στη σελίδα
De går ofte på indkøb.
Μετάβαση στη σελίδα
Πρότζεκτ - Sentence Lists for Language Learning