She goes to work because she likes working. - Όλες οι γλώσσες

Elle va au travail parce qu'elle aime travailler. Μετάβαση στη σελίδα
She goes to work because she likes working. Μετάβαση στη σελίδα
Она ходит на работу потому что ей нравится работать. Μετάβαση στη σελίδα
她去上班是因为她喜欢工作。 Μετάβαση στη σελίδα
Sie geht arbeiten, denn sie mag arbeiten. Μετάβαση στη σελίδα
Ona chodzi do pracy, ponieważ lubi pracować. Μετάβαση στη σελίδα
Ea merge la muncă pentru că îi place să muncească. Μετάβαση στη σελίδα
Va a scuola perchè le piace imparare Μετάβαση στη σελίδα
Hän käy töissä, koska hän pitää työnteosta. Μετάβαση στη σελίδα
היא הולכת לעבודה ×›×™ היא אוהבת לעבוד. Μετάβαση στη σελίδα
Hun arbejder fordi hun kan lide at arbejde. Μετάβαση στη σελίδα


Πρότζεκτ - Sentence Lists for Language Learning