Cucumis - Δωρεάν online υπηρεσία μετάφρασης
. .



Μετάφραση - Φινλανδικά-Αγγλικά - Konu: Palkka! Millon saan aina palkan? Kun enkö...

Παρούσα κατάστασηΜετάφραση
Αυτό το κείμενο είναι διαθέσιμο στις ακόλουθες γλώσσες: ΦινλανδικάΑγγλικάΤουρκικά

Κατηγορία Πρόταση - Κοινωνία/Άνθρωποι/Πολιτική

Το ζητούμενο για αυτή τη μετάφραση είναι "μόνο το νόημα".
τίτλος
Konu: Palkka! Millon saan aina palkan? Kun enkö...
Κείμενο
Υποβλήθηκε από cgrbym
Γλώσσα πηγής: Φινλανδικά

Konu: Palkka!
Millon saan aina palkan? Kun enkö ookkin sulla töissä...?

τίτλος
K.: Payment!
Μετάφραση
Αγγλικά

Μεταφράστηκε από itsatrap100
Γλώσσα προορισμού: Αγγλικά

K.: Payment!

When will I get paid? Or am I not working for you... ?
Παρατηρήσεις σχετικά με τη μετάφραση
I'm not sure if Konu is a name or not.. the presence of a colon indicates a dialogue, so it most likely is a name.
Τελευταία επικύρωση ή επεξεργασία από lilian canale - 11 Μάϊ 2009 10:26





Τελευταία μηνύματα

Συγγραφέας
Μήνυμα

2 Μάϊ 2009 22:45

lilian canale
Αριθμός μηνυμάτων: 14972
Hi Itsatrap,

Could that "Pay!" be: "Salary!"
And I think "When will I get paid" would be better.

What do you think?

3 Μάϊ 2009 01:09

itsatrap100
Αριθμός μηνυμάτων: 279
"milloin saan aina" is when do I always (aina=always) Pay, because we don't know if the worker is salaried (could be hourly wage?), granted salaries are very typical in Finland.

3 Μάϊ 2009 01:19

lilian canale
Αριθμός μηνυμάτων: 14972
We can't do a literal translation, but a translation that keeping the right meaning (even using different words) would sound natural in English. That "always" may be usual in Finnish, but you must agree that sounds really weird in English

About "salary", I got a bridge from an expert using that noun.

3 Μάϊ 2009 01:13

itsatrap100
Αριθμός μηνυμάτων: 279
Hmm? Strange, how so? An hourly worker still can't demand a salary, when he/she is not salaried.

5 Μάϊ 2009 20:40

itsatrap100
Αριθμός μηνυμάτων: 279
Ok. That word works well, although "pay" has the meaning <v. to give someone what is due for a debt, purchase, etc.; to give (money, etc.) for a purchase or service rendered.>

Sounds pretty good, huh?